- μεγαλοδωρεά
- μεγαλοδωρεά, ή (ΑM)βλ. μεγαλοδωρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγαλοδωρία — η (ΑM μεγαλοδωρία και μεγαλοδωρεά) [μεγαλόδωρος] το να δωρίζει κάποιος μεγάλα και ακριβά δώρα ή να κάνει μεγάλες δωρεές, γενναιοδωρία … Dictionary of Greek
ՄԵԾԱՊԱՐԳԵՒՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0240 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 8c, 10c, 12c գ. μεγαλοδωρέα, ρία donatio magna vel magnifica, largitio magna, munificentia. Մեծամեծ արգեւք. եւ Առատաձեռնութիւն. *Ոչ երբէք յաղթեսցես մեծապարգեւութեանն աստուծոյ. Ածաբ. աղք.:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)